- ακωμώδητος
- ακωμώδιστος, η , ο [ος , ον ] неосмеянный, невысмеянный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ακωμώδητος — ακωμώδητος, η, ο και ακωμώδιστος, η, ο αυτός που δε διακωμωδήθηκε, δεν περιπαίχτηκε: Ο Αριστοφάνης στις κωμωδίες του δεν άφησε ακωμώδητο κανέναν από τους σημαντικούς Αθηναίους του καιρού του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακωμώδητος — η, ο (Α ἀκωμῴδητος, ον) [κωμῳδῶ] αυτός που δεν διακωμωδήθηκε, ο αγελοιοποίητος … Dictionary of Greek
ἀκωμῳδήτως — ἀκωμῴδητος not ridiculed. adverbial ἀκωμῴδητος not ridiculed. masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)